Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciànca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧanka]

1 γάμπα
2 κνήμη
3 πόδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cianato ciancia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciambellano (ουσ αρσ )
ciampicare (ρ.αμτβ.)
cianamide (θηλ.ουσ)
cianammide (θηλ.ουσ)
cianato (ουσ αρσ )
cianca (θηλ.ουσ)
ciancia (θηλ.ουσ)
cianciafruscola (θηλ.ουσ)
cianciare (ρ.αμτβ.)
ciancicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cianfrinare (ρ. μτβ.)
cianfrinatore (ουσ αρσ )
cianfrinatura (θηλ.ουσ)
cianfrino (ουσ αρσ )
cianfrugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cianfruglione (ουσ αρσ )
cianfrusaglia (θηλ.ουσ)
ciangottare (ρ.αμτβ.)
ciangottio (ουσ αρσ )
cianico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---