Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cianfrusàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧanfruˈzaʎʎa]

(al plurale: ((cianfrusaglie))) μπιχλιμπίδια, ψιλοπράγματα, διακοσμητικά αντικείμενα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cianfruglione ciangottare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cianfrinatore (ουσ αρσ )
cianfrinatura (θηλ.ουσ)
cianfrino (ουσ αρσ )
cianfrugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cianfruglione (ουσ αρσ )
cianfrusaglia (θηλ.ουσ)
ciangottare (ρ.αμτβ.)
ciangottio (ουσ αρσ )
cianico (επίθ.)
cianidrico (επίθ.)
cianina (θηλ.ουσ)
cianogeno (ουσ αρσ )
cianografia (θηλ.ουσ)
cianografico (επίθ.)
cianosi (θηλ.ουσ)
cianotico (επίθ.)
cianotipia (θηλ.ουσ)
cianurare (ρ. μτβ.)
cianurazione (θηλ.ουσ)
cianuro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---