Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cianografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧanograˈfia]

1 κυανοτυπία (αντίγραφο με χρήση αμμωνίας) (παλιά μέθοδος δημιουργίας φωτοαντιγράφων)
2 σχέδιο μηχανολογικό ή άλλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cianogeno cianografico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciangottio (ουσ αρσ )
cianico (επίθ.)
cianidrico (επίθ.)
cianina (θηλ.ουσ)
cianogeno (ουσ αρσ )
cianografia (θηλ.ουσ)
cianografico (επίθ.)
cianosi (θηλ.ουσ)
cianotico (επίθ.)
cianotipia (θηλ.ουσ)
cianurare (ρ. μτβ.)
cianurazione (θηλ.ουσ)
cianuro (ουσ αρσ )
ciao (επιφ.)
ciappola (θηλ.ουσ)
ciaramella (θηλ.ουσ)
ciarda (θηλ.ουσ)
ciarla (θηλ.ουσ)
ciarlare (ρ.αμτβ.)
ciarlatanata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---