Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciangottìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧangotˈtio]

1 κελαρυστός
2 που μιλά σαν παιδί
3 φλύαρος
4 τραυλός
5 ψευδός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciangottare cianico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cianfrino (ουσ αρσ )
cianfrugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cianfruglione (ουσ αρσ )
cianfrusaglia (θηλ.ουσ)
ciangottare (ρ.αμτβ.)
ciangottio (ουσ αρσ )
cianico (επίθ.)
cianidrico (επίθ.)
cianina (θηλ.ουσ)
cianogeno (ουσ αρσ )
cianografia (θηλ.ουσ)
cianografico (επίθ.)
cianosi (θηλ.ουσ)
cianotico (επίθ.)
cianotipia (θηλ.ουσ)
cianurare (ρ. μτβ.)
cianurazione (θηλ.ουσ)
cianuro (ουσ αρσ )
ciao (επιφ.)
ciappola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---