Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόciangottìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧangotˈtio] 1 κελαρυστός 2 που μιλά σαν παιδί 3 φλύαρος 4 τραυλός 5 ψευδός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |