Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cianògeno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧaˈnɔʤeno]

κυανογόνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cianina cianografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciangottare (ρ.αμτβ.)
ciangottio (ουσ αρσ )
cianico (επίθ.)
cianidrico (επίθ.)
cianina (θηλ.ουσ)
cianogeno (ουσ αρσ )
cianografia (θηλ.ουσ)
cianografico (επίθ.)
cianosi (θηλ.ουσ)
cianotico (επίθ.)
cianotipia (θηλ.ουσ)
cianurare (ρ. μτβ.)
cianurazione (θηλ.ουσ)
cianuro (ουσ αρσ )
ciao (επιφ.)
ciappola (θηλ.ουσ)
ciaramella (θηλ.ουσ)
ciarda (θηλ.ουσ)
ciarla (θηλ.ουσ)
ciarlare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---