Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcianfrinatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧanfrinaˈtura] 1 προστασία από διαρροές 2 στεγανοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |