Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόciampicàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ʧampiˈkare] 1 περπατώ σέρνοντας τα πόδια 2 παραπαίω 3 σκουντουφλώ 4 σέρνομαι 5 παραπατώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |