Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chitarrìsta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kitarˈrista]

κιθαριστής

chitarrìsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kitarˈrista]

ο κιθαρίστας, η κιθαρίστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chitarra chitina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chirurgo (ουσ αρσ )
Chisciotte (ουσ αρσ )
chisciottesco (επίθ.)
chissà (επίρ.)
chitarra (θηλ.ουσ)
chitarrista (ουσ αρσ )
chitarrista (θηλ.ουσ)
chitina (θηλ.ουσ)
chitinoso (επίθ.)
chitone (ουσ αρσ )
chiudenda (θηλ.ουσ)
chiudere (ρ.αμτβ.)
chiudere (ρ. μτβ.)
chiudersi (ρ.μ. (αντων.))
chiudilettera (ουσ αρσ )
chiudiporta (ουσ αρσ )
chiunque (αντων.)
chiurlare (ρ.αμτβ.)
chiurlo (ουσ αρσ )
chiusa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---