Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chitinóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kitiˈnoso], [kitiˈnozo]

χιτινικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chitina chitone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chissà (επίρ.)
chitarra (θηλ.ουσ)
chitarrista (ουσ αρσ )
chitarrista (θηλ.ουσ)
chitina (θηλ.ουσ)
chitinoso (επίθ.)
chitone (ουσ αρσ )
chiudenda (θηλ.ουσ)
chiudere (ρ.αμτβ.)
chiudere (ρ. μτβ.)
chiudersi (ρ.μ. (αντων.))
chiudilettera (ουσ αρσ )
chiudiporta (ουσ αρσ )
chiunque (αντων.)
chiurlare (ρ.αμτβ.)
chiurlo (ουσ αρσ )
chiusa (θηλ.ουσ)
chiusino (ουσ αρσ )
chiuso (ουσ αρσ )
chiuso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---