Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chioccolatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kjokkolaˈtore]

πουλί που κελαηδά (δόλωμα) σε παγίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chioccolare chioccolio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiocciare (ρ.αμτβ.)
chiocciata (θηλ.ουσ)
chioccio (επίθ.)
chiocciola (θηλ.ουσ)
chioccolare (ρ.αμτβ.)
chioccolatore (ουσ αρσ )
chioccolio (ουσ αρσ )
chioccolo (ουσ αρσ )
chiodaia (θηλ.ουσ)
chiodaio (ουσ αρσ )
chiodaiolo (ουσ αρσ )
chiodame (ουσ αρσ )
chiodato (αρσ. επίθ και ουσ)
chiodatrice (θηλ.ουσ)
chiodatura (θηλ.ουσ)
chioderia (θηλ.ουσ)
chiodino (ουσ αρσ )
chiodo (ουσ αρσ )
chioma (θηλ.ουσ)
chiomato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---