Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchioccolatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kjokkolaˈtore] πουλί που κελαηδά (δόλωμα) σε παγίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |