Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiòcciola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkjɔtʧola] το σαλιγκάρι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαscala [θηλ.] a chiocciola = η ελικοειδής σκάλα, η κυκλική σκάλα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |