Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiòdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjɔdo]

το καρφί, η πρόκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiodino chioma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiodato (αρσ. επίθ και ουσ)
chiodatrice (θηλ.ουσ)
chiodatura (θηλ.ουσ)
chioderia (θηλ.ουσ)
chiodino (ουσ αρσ )
chiodo (ουσ αρσ )
chioma (θηλ.ουσ)
chiomato (επίθ.)
chiosa (θηλ.ουσ)
chiosare (ρ. μτβ.)
chiosatore (ουσ αρσ )
chiosco (ουσ αρσ )
chiostra (θηλ.ουσ)
chiostro (ουσ αρσ )
chiotto (επίθ.)
chiovolo (ουσ αρσ )
chiozzotta (θηλ.ουσ)
chiragra (θηλ.ουσ)
chirografario (αρσ. επίθ και ουσ)
chirografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---