Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chincaglierìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kinkaʎʎeˈria]

1 μαγαζί δώρων
2 μαγαζί ειδών κιγκαλερίας
3 ψιλικατζίδικο
4 μικροπράγματα
5 κιγκαλερία
6 διακοσμητικά αντικείμενα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chincagliere chinina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
chinato (ουσ αρσ )
chincaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
chincagliere (ουσ αρσ )
chincaglieria (θηλ.ουσ)
chinina (θηλ.ουσ)
chinino (ουσ αρσ )
chinone (ουσ αρσ )
chinotto (ουσ αρσ )
chintz (ουσ αρσ )
chiò (ουσ αρσ )
chioccia (θηλ.ουσ)
chiocciare (ρ.αμτβ.)
chiocciata (θηλ.ουσ)
chioccio (επίθ.)
chiocciola (θηλ.ουσ)
chioccolare (ρ.αμτβ.)
chioccolatore (ουσ αρσ )
chioccolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---