Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchìmico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkimiko] ο χημικός chìmico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈkimiko] χημικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαguerra [θηλ.] chimica = ο χημικός πόλεμος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |