Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchilomètrico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kiloˈmɛtriko] 1 χιλιομετρικός 2 ατελείωτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |