Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chìfel  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkifel]

κρουασάν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiesuola chiffon  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiesa (θηλ.ουσ)
chiesastico (επίθ.)
chiesetta (θηλ.ουσ)
chiesina (θηλ.ουσ)
chiesuola (θηλ.ουσ)
chifel (ουσ αρσ )
chiffon (ουσ αρσ )
chiglia (θηλ.ουσ)
chignon (ουσ αρσ )
chihuahua (ουσ αρσ )
chilifero (επίθ.)
chilificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chilificazione (θηλ.ουσ)
chilo (ουσ αρσ )
chiloampère (ουσ αρσ )
chilocaloria (θηλ.ουσ)
chilociclo (ουσ αρσ )
chilogrammetro (ουσ αρσ )
chilogrammo (ουσ αρσ )
chilohertz (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---