Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chièdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjɛdere]

1 (per avere) ζητώ
2 (per sapere) ρωτώ

chièdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjɛdere]

1 (per avere) ζητώ
2 (per sapere) ρωτώ

chiedersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjɛdersi]

αναρωτιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chicco chierica  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


chiedere il pizzo = πουλώ προστασία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chicchera (θηλ.ουσ)
chicchessia (οριστ. αντων.)
chicchiriare (ρ.αμτβ.)
chicchirichì (ουσ αρσ )
chicco (ουσ αρσ )
chiedere (ρ.αμτβ.)
chiedere (ρ. μτβ.)
chiedersi (ρ.μ. (αντων.))
chierica (θηλ.ουσ)
chiericato (αρσ. επίθ και ουσ)
chierichetto (ουσ αρσ )
chierico (ουσ αρσ )
chiesa (θηλ.ουσ)
chiesastico (επίθ.)
chiesetta (θηλ.ουσ)
chiesina (θηλ.ουσ)
chiesuola (θηλ.ουσ)
chifel (ουσ αρσ )
chiffon (ουσ αρσ )
chiglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---