Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchìcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkikko] 1 σπειρί 2 κόκκος 3 χάντρα 4 ρόγα 5 ρώγα 6 σπέρμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |