Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chierichétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kjeriˈketto]

1 αγόρι μέλος εκκλησιαστικής χορωδίας
2 παπαδάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiericato chierico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiedere (ρ.αμτβ.)
chiedere (ρ. μτβ.)
chiedersi (ρ.μ. (αντων.))
chierica (θηλ.ουσ)
chiericato (αρσ. επίθ και ουσ)
chierichetto (ουσ αρσ )
chierico (ουσ αρσ )
chiesa (θηλ.ουσ)
chiesastico (επίθ.)
chiesetta (θηλ.ουσ)
chiesina (θηλ.ουσ)
chiesuola (θηλ.ουσ)
chifel (ουσ αρσ )
chiffon (ουσ αρσ )
chiglia (θηλ.ουσ)
chignon (ουσ αρσ )
chihuahua (ουσ αρσ )
chilifero (επίθ.)
chilificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chilificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---