Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiérica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjerika]

1 κούρεμα καθολικών καλόγερων
2 κουρά
3 μικρή φαλάκρα πάνω μέρους κεφαλιού
4 κούρεμα πάνω μέρους κεφαλιού
5 κλήρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiedersi chiericato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chicchirichì (ουσ αρσ )
chicco (ουσ αρσ )
chiedere (ρ.αμτβ.)
chiedere (ρ. μτβ.)
chiedersi (ρ.μ. (αντων.))
chierica (θηλ.ουσ)
chiericato (αρσ. επίθ και ουσ)
chierichetto (ουσ αρσ )
chierico (ουσ αρσ )
chiesa (θηλ.ουσ)
chiesastico (επίθ.)
chiesetta (θηλ.ουσ)
chiesina (θηλ.ουσ)
chiesuola (θηλ.ουσ)
chifel (ουσ αρσ )
chiffon (ουσ αρσ )
chiglia (θηλ.ουσ)
chignon (ουσ αρσ )
chihuahua (ουσ αρσ )
chilifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---