ItalianoGreco


chiérica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjerika]

1 κούρεμα καθολικών καλόγερων
2 κουρά
3 μικρή φαλάκρα πάνω μέρους κεφαλιού
4 κούρεμα πάνω μέρους κεφαλιού
5 κλήρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---