Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiavàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kjaˈvatʧo] 1 μάνταλο 2 σύρτης 3 μεγάλο μπουλόνι 4 μανταλάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |