Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiàma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjama]

1 κλήση
2 εκφώνηση
3 προσκλητήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiacchierone chiamare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiacchierino (ουσ αρσ )
chiacchierino (επίθ.)
chiacchierio (ουσ αρσ )
chiacchierone (ουσ αρσ )
chiacchierone (επίθ.)
chiama (θηλ.ουσ)
chiamare (ρ. μτβ.)
chiamarsi (ρ. μ. αμτβ.)
chiamata (θηλ.ουσ)
chianti (ουσ αρσ )
chiappa (θηλ.ουσ)
chiappanuvole (ουσ αρσ και θηλ.)
chiappare (ρ. μτβ.)
chiapparello (ουσ αρσ )
chiapperello (ουσ αρσ )
chiara (θηλ.ουσ)
chiaramente (επίρ.)
chiaretto (ουσ αρσ )
chiarezza (θηλ.ουσ)
chiarificante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---