Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chewing–gum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧuingam], [ˈʧɛvingum]

τσίχλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chevreau chi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chetarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cheto (επίθ.)
chetone (ουσ αρσ )
chetonico (επίθ.)
chevreau (θηλ.ουσ)
chewing–gum (ουσ αρσ )
chi (αντων.)
chiacchiera (θηλ.ουσ)
chiacchierare (ρ.αμτβ.)
chiacchierata (θηλ.ουσ)
chiacchiericcio (ουσ αρσ )
chiacchierino (ουσ αρσ )
chiacchierino (επίθ.)
chiacchierio (ουσ αρσ )
chiacchierone (ουσ αρσ )
chiacchierone (επίθ.)
chiama (θηλ.ουσ)
chiamare (ρ. μτβ.)
chiamarsi (ρ. μ. αμτβ.)
chiamata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---