Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cherubìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [keruˈbino]

χερουβίμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cherubico chetare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cheratite (θηλ.ουσ)
cheratoplastica (θηλ.ουσ)
chermes (ουσ αρσ )
cherosene (ουσ αρσ )
cherubico (επίθ.)
cherubino (ουσ αρσ )
chetare (ρ. μτβ.)
chetarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cheto (επίθ.)
chetone (ουσ αρσ )
chetonico (επίθ.)
chevreau (θηλ.ουσ)
chewing–gum (ουσ αρσ )
chi (αντων.)
chiacchiera (θηλ.ουσ)
chiacchierare (ρ.αμτβ.)
chiacchierata (θηλ.ουσ)
chiacchiericcio (ουσ αρσ )
chiacchierino (ουσ αρσ )
chiacchierino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---