Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chemisier  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃemiˈzje]

γυναικείο πουκάμισο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chemiotropismo chenopodiacee  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chemiotassi (θηλ.ουσ)
chemioterapia (θηλ.ουσ)
chemioterapico (επίθ.)
chemiotropico (επίθ.)
chemiotropismo (ουσ αρσ )
chemisier (ουσ αρσ )
chenopodiacee (θηλ. ουσ πληθ.)
chenopodio (ουσ αρσ )
chepì (ουσ αρσ )
cheppì (ουσ αρσ )
chèque (ουσ αρσ )
cheratina (θηλ.ουσ)
cheratinizzare (ρ. μτβ.)
cheratinizzazione (θηλ.ουσ)
cheratite (θηλ.ουσ)
cheratoplastica (θηλ.ουσ)
chermes (ουσ αρσ )
cherosene (ουσ αρσ )
cherubico (επίθ.)
cherubino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---