Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcetàceo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈtaʧeo] 1 κήτος 2 κητοειδές 3 γενική ονομασία μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |