Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcesellatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧezellaˈtura] 1 λάξευση 2 χάραξη 3 εγχάραξη 4 σμίλευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |