Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cervèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧerˈvɛllo]

το μυαλό, ο εγκέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cervellino cervellone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non mi è passato nemmeno per l'anticamera del cervello = ούτε κατά διάνοιαν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerussite (θηλ.ουσ)
cerva (θηλ.ουσ)
cervellaccio (ουσ αρσ )
cervelletto (ουσ αρσ )
cervellino (ουσ αρσ )
cervello (ουσ αρσ )
cervellone (ουσ αρσ )
cervellotico (επίθ.)
cervelluto (επίθ.)
cervicale (θηλ. επίθ και ουσ)
cervicapra (θηλ.ουσ)
cervice (θηλ.ουσ)
cervino (επίθ.)
cervo (ουσ αρσ )
cesare (ουσ αρσ )
cesareo (επίθ.)
cesariano (αρσ. επίθ και ουσ)
cesarismo (ουσ αρσ )
cesellamento (ουσ αρσ )
cesellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---