Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cerùssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈrussa]

1 λευκή βαφή
2 λευκό μολύβδου
3 στουπέτσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerusico cerussite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

certuni (οριστ. αντων.)
certuno (οριστ. επίθ.)
cerulo (επίθ.)
cerume (ουσ αρσ )
cerusico (ουσ αρσ )
cerussa (θηλ.ουσ)
cerussite (θηλ.ουσ)
cerva (θηλ.ουσ)
cervellaccio (ουσ αρσ )
cervelletto (ουσ αρσ )
cervellino (ουσ αρσ )
cervello (ουσ αρσ )
cervellone (ουσ αρσ )
cervellotico (επίθ.)
cervelluto (επίθ.)
cervicale (θηλ. επίθ και ουσ)
cervicapra (θηλ.ουσ)
cervice (θηλ.ουσ)
cervino (επίθ.)
cervo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---