Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cerretàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧerreˈtano]

1 κομπογιαννίτης
2 τσαρλατάνος
3 αγύρτης
4 απατεώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerotto cerreto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ceroplastica (θηλ.ουσ)
ceroplastico (επίθ.)
ceroso (επίθ.)
cerotico (επίθ.)
cerotto (ουσ αρσ )
cerretano (ουσ αρσ )
cerreto (ουσ αρσ )
cerro (ουσ αρσ )
certame (ουσ αρσ )
certamente (επίρ.)
certezza (θηλ.ουσ)
certificare (ρ. μτβ.)
certificato (ουσ αρσ )
certificazione (θηλ.ουσ)
certo (ουσ αρσ )
certo (επίθ.)
certo (οριστ. αντων.)
certo (επίρ.)
certosa (θηλ.ουσ)
certosino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---