Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcéro, cèro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛro], [ˈʧero] 1 σπερματσέτο 2 λαμπάδα 3 κερί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |