Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrjo]

κέριο (στοιχείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerino cernecchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerimoniere (ουσ αρσ )
cerimoniosamente (επίρ.)
cerimoniosità (θηλ.ουσ)
cerimonioso (επίθ.)
cerino (ουσ αρσ )
cerio (ουσ αρσ )
cernecchio (ουσ αρσ )
cernere (ρ. μτβ.)
cernia (θηλ.ουσ)
cerniera (θηλ.ουσ)
cerniere (ουσ αρσ )
cernita (θηλ.ουσ)
cernitrice (θηλ.ουσ)
cero (ουσ αρσ )
cerone (ουσ αρσ )
ceroplastica (θηλ.ουσ)
ceroplastico (επίθ.)
ceroso (επίθ.)
cerotico (επίθ.)
cerotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---