Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cerimoniàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧerimoˈnjale]

τελετουργικό

cerimoniàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧerimoˈnjale]

1 σύμφωνος με το πρωτόκολλο
2 εθιμοτυπικός
3 τελετουργικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerimonia cerimoniere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerebrospinale (επίθ.)
cereo (αρσ. επίθ και ουσ)
cereria (θηλ.ουσ)
ceretta (θηλ.ουσ)
cerimonia (θηλ.ουσ)
cerimoniale (ουσ αρσ )
cerimoniale (επίθ.)
cerimoniere (ουσ αρσ )
cerimoniosamente (επίρ.)
cerimoniosità (θηλ.ουσ)
cerimonioso (επίθ.)
cerino (ουσ αρσ )
cerio (ουσ αρσ )
cernecchio (ουσ αρσ )
cernere (ρ. μτβ.)
cernia (θηλ.ουσ)
cerniera (θηλ.ουσ)
cerniere (ουσ αρσ )
cernita (θηλ.ουσ)
cernitrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---