Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcèreo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛreo] 1 ωχρός 2 κίτρινος σαν το κερί 3 κέρινος 4 κατάχλομος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |