Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cererìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧereˈria]

1 κατάστημα κέρινων ειδών
2 κηροποιεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cereo ceretta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerebralità (θηλ.ουσ)
cerebroleso (αρσ. επίθ και ουσ)
cerebropatia (θηλ.ουσ)
cerebrospinale (επίθ.)
cereo (αρσ. επίθ και ουσ)
cereria (θηλ.ουσ)
ceretta (θηλ.ουσ)
cerimonia (θηλ.ουσ)
cerimoniale (ουσ αρσ )
cerimoniale (επίθ.)
cerimoniere (ουσ αρσ )
cerimoniosamente (επίρ.)
cerimoniosità (θηλ.ουσ)
cerimonioso (επίθ.)
cerino (ουσ αρσ )
cerio (ουσ αρσ )
cernecchio (ουσ αρσ )
cernere (ρ. μτβ.)
cernia (θηλ.ουσ)
cerniera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---