Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cerealicoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧere,alikolˈtura]

καλλιέργεια σιτηρών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerealicolo cerebrale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerchio (ουσ αρσ )
cerchione (ουσ αρσ )
cereale (ουσ αρσ )
cereale (επίθ.)
cerealicolo (επίθ.)
cerealicoltura (θηλ.ουσ)
cerebrale (θηλ. επίθ και ουσ)
cerebralismo (ουσ αρσ )
cerebralità (θηλ.ουσ)
cerebroleso (αρσ. επίθ και ουσ)
cerebropatia (θηλ.ουσ)
cerebrospinale (επίθ.)
cereo (αρσ. επίθ και ουσ)
cereria (θηλ.ουσ)
ceretta (θηλ.ουσ)
cerimonia (θηλ.ουσ)
cerimoniale (ουσ αρσ )
cerimoniale (επίθ.)
cerimoniere (ουσ αρσ )
cerimoniosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---