Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cereàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧereˈale]

1 σιτηρά
2 δημητριακά
3 δημητριακό

cereàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧereˈale]

ο της θεάς Δήμητρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerchione cerealicolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerchiata (θηλ.ουσ)
cerchiatura (θηλ.ουσ)
cerchietto (ουσ αρσ )
cerchio (ουσ αρσ )
cerchione (ουσ αρσ )
cereale (ουσ αρσ )
cereale (επίθ.)
cerealicolo (επίθ.)
cerealicoltura (θηλ.ουσ)
cerebrale (θηλ. επίθ και ουσ)
cerebralismo (ουσ αρσ )
cerebralità (θηλ.ουσ)
cerebroleso (αρσ. επίθ και ουσ)
cerebropatia (θηλ.ουσ)
cerebrospinale (επίθ.)
cereo (αρσ. επίθ και ουσ)
cereria (θηλ.ουσ)
ceretta (θηλ.ουσ)
cerimonia (θηλ.ουσ)
cerimoniale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---