Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcerbottàna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧerbotˈtana] 1 σωλήνας φυσήματος γυαλιού 2 φυσερό 3 φυσοκάλαμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |