Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcèrbero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrbero] 1 σκύλος φύλακας 2 κέρβεροςb permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |