Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


céppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧeppo]

1 χριστουγεννιάτικο δέντρο
2 παρακαταθήκη σε άγκυρες
3 στέλεχος
4 δεσμά
5 υλικά χρήσιμα στο όργωμα
6 κορμός
7 Χριστούγεννα
8 ιδρυτής οικογενείας
9 κούτσουρο
10 ρίζα δέντρου
11 ξύλο μηχανής αποκεφαλισμού
12 τακάκι φρένου
13 χριστουγεννιάτικο δώρο
14 κλάδος οικογένειας
15 ξύλο χρήσιμο για κοψίματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ceppata cera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centuplo (αρσ. επίθ και ουσ)
centuria (θηλ.ουσ)
centurione (ουσ αρσ )
ceppaia (θηλ.ουσ)
ceppata (θηλ.ουσ)
ceppo (ουσ αρσ )
cera (θηλ.ουσ)
ceraiolo (ουσ αρσ )
ceralacca (θηλ.ουσ)
ceramica (θηλ.ουσ)
ceramico (επίθ.)
ceramista (ουσ αρσ και θηλ.)
ceraseto (ουσ αρσ )
ceraste (ουσ αρσ )
ceratura (θηλ.ουσ)
cerbero (ουσ αρσ )
cerbiatto (ουσ αρσ )
cerbottana (θηλ.ουσ)
cerca (θηλ.ουσ)
cercafughe (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---