Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόceppàia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧepˈpaja] 1 κούτσουρο 2 υπόλειμμα δέντρου μετά από κόψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |