Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcentuplicàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ʧentupliˈkare] 1 εκατονταπλασιάζω 2 αυξάνω δραματικά 3 πολλαπλασιάζω επί εκατό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |