Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centuplicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentupliˈkare]

1 εκατονταπλασιάζω
2 αυξάνω δραματικά
3 πολλαπλασιάζω επί εκατό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centroterzino centuplo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centrosinistro (ουσ αρσ )
centrosoma (ουσ αρσ )
centrosostegno (ουσ αρσ )
centrotavola (ουσ αρσ )
centroterzino (ουσ αρσ )
centuplicare (ρ. μτβ.)
centuplo (αρσ. επίθ και ουσ)
centuria (θηλ.ουσ)
centurione (ουσ αρσ )
ceppaia (θηλ.ουσ)
ceppata (θηλ.ουσ)
ceppo (ουσ αρσ )
cera (θηλ.ουσ)
ceraiolo (ουσ αρσ )
ceralacca (θηλ.ουσ)
ceramica (θηλ.ουσ)
ceramico (επίθ.)
ceramista (ουσ αρσ και θηλ.)
ceraseto (ουσ αρσ )
ceraste (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---