Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentraˈtura]

1 ζυγοστάθμιση
2 ευθυγράμμιση
3 κεντράρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centrattacco centravanti  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centralizzato (επίθ.)
centralizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
centralizzazione (θηλ.ουσ)
centrare (ρ. μτβ.)
centrattacco (ουσ αρσ )
centratura (θηλ.ουσ)
centravanti (ουσ αρσ )
centrico (επίθ.)
centrifuga (θηλ.ουσ)
centrifugare (ρ. μτβ.)
centrifugazione (θηλ.ουσ)
centrifugo (επίθ.)
centrino (ουσ αρσ )
centripeto (επίθ.)
centrismo (ουσ αρσ )
centrista (ουσ αρσ και θηλ.)
centrista (επίθ.)
centro (ουσ αρσ )
centroattacco (ουσ αρσ )
centroavanti (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---