Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centinatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧɛntinaˈtura]

1 κλίση τροχών αυτοκινήτου
2 κύρτωση ελαφριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centinare centista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centimetrare (ρ. μτβ.)
centimetro (ουσ αρσ )
centina (θηλ.ουσ)
centinaio (ουσ αρσ )
centinare (ρ. μτβ.)
centinatura (θηλ.ουσ)
centista (ουσ αρσ και θηλ.)
cento (επίθ.)
centochilometri (θηλ.ουσ)
centodieci (ουσ αρσ )
centometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
centomila (επίθ.)
centomillesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
centone (ουσ αρσ )
centonovelle (ουσ αρσ )
centopiedi (ουσ αρσ )
centotredici (ουσ αρσ )
centraggio (ουσ αρσ )
centrale (θηλ.ουσ)
centrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---