Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcèntina
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛntina] 1 παὶδάκι 2 πλευρό 3 κεντράρισμα 4 νεύρο θόλου ή φύλλου ή φτερού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |