Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèntina  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛntina]

1 παὶδάκι
2 πλευρό
3 κεντράρισμα
4 νεύρο θόλου ή φύλλου ή φτερού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centimetro centinaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centigrado (επίθ.)
centigrammo (ουσ αρσ )
centilitro (ουσ αρσ )
centimetrare (ρ. μτβ.)
centimetro (ουσ αρσ )
centina (θηλ.ουσ)
centinaio (ουσ αρσ )
centinare (ρ. μτβ.)
centinatura (θηλ.ουσ)
centista (ουσ αρσ και θηλ.)
cento (επίθ.)
centochilometri (θηλ.ουσ)
centodieci (ουσ αρσ )
centometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
centomila (επίθ.)
centomillesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
centone (ουσ αρσ )
centonovelle (ουσ αρσ )
centopiedi (ουσ αρσ )
centotredici (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---