Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcentìgrado
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈtigrado] εκατοντάβαθμος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgrado [αρσ.] centigrado = ο βαθμός Κελσίου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |