Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcentèsimo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈtɛzimo] 1 (di dracma) το λεφτό 2 matematica ο εκατοστός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnon ho un centesimo = δεν έχω φράγκο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |