Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcensóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈsore] 1 φιλόψογος 2 ασκών αυστηρή κριτική 3 λογοκριτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |