Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cènso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛnso]

1 περιουσία
2 πλούτος
3 εκτιμώμενο εισόδημα (από ακίνητα)
4 φόρος
5 πρόσοδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  censitore censore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cenozoico (επίθ.)
censimento (ουσ αρσ )
censire (ρ. μτβ.)
censito (αρσ. επίθ και ουσ)
censitore (ουσ αρσ )
censo (ουσ αρσ )
censore (ουσ αρσ )
censorio (επίθ.)
censura (θηλ.ουσ)
censurabile (επίθ.)
censurare (ρ. μτβ.)
censuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
centaurea (θηλ.ουσ)
centauro (ουσ αρσ )
centellinare (ρ. μτβ.)
centellino (ουσ αρσ )
centenario (ουσ αρσ )
centenario (επίθ.)
centennale (ουσ αρσ )
centennale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---