ItalianoGreco


cènso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛnso]

1 περιουσία
2 πλούτος
3 εκτιμώμενο εισόδημα (από ακίνητα)
4 φόρος
5 πρόσοδος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---