Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cenerèntola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeneˈrɛntola]

σταχτοπούτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cenere cenerino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cencioso (ουσ αρσ )
cencioso (επίθ.)
ceneraio (ουσ αρσ )
ceneratoio (ουσ αρσ )
cenere (θηλ.ουσ)
cenerentola (θηλ.ουσ)
cenerino (ουσ αρσ )
cenerino (επίθ.)
cenerognolo (επίθ.)
cenestesi (θηλ.ουσ)
cenestesico (επίθ.)
cengia (θηλ.ουσ)
cennamella (θηλ.ουσ)
cenno (ουσ αρσ )
cenobio (ουσ αρσ )
cenobita (ουσ αρσ )
cenobitico (επίθ.)
cenotafio (ουσ αρσ )
cenozoico (ουσ αρσ )
cenozoico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---